γαϊδουρολάτης

γαϊδουρολάτης
ο погонщик ослов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γαϊδουρολάτης" в других словарях:

  • γαϊδουρολάτης — ο ο αγωγιάτης που οδηγεί γάιδαρο: Άλλα λογιάζει ο γάιδαρος κιάλλα ο γαϊδουρολάτης (παροιμ., άλλα περιμένει κάποιος και άλλα συμβαίνουν) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαϊδουρολάτης — και γαδουρολάτης, ο (Μ γαδουρολάτης) ο γαϊδουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γα (ϊ) δούριν + λατης (< αρχ. ελά της < ελαύνω), που σημαίνει τον πορευόμενο (πρβλ. αλογολάτης, ζευγολάτης, πρωτολάτης)] …   Dictionary of Greek

  • -λάτης — β συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν γενικά «κινώ, οδηγώ, πηγαίνω μπροστά». Ανάγεται στο αρχ. ουσ. ελάτης (πρβλ. ζευγ ελάτης, ον ελάτης) < ἐλαύνω. Συνθετα με β συνθετικό λάτης: αλογολάτης, βοϊδολάτης, γαϊδουρολάτης, ζευγολάτης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»